28 Ιουλίου 2016

Περιπέτειες Διακοπών (Μέρος 1ο)


    Η ζέστη είχε αρχίσει πλέον να γίνεται εκνευριστική.. Είχα ιδρώσει για τα καλά. Δε θυμάμαι από πού ξεκίνησα, μα σίγουρα θυμάμαι πως περπατούσα ώρες σ' αυτό το πολυάσχολο νησί.. Ο κόσμος ατελείωτος.. Άνθρωποι όλων των ηλικιών να πηγαίνουν πάνω κάτω λες και ήταν καμιά τοπική εορτή ή κάποια μέρα πολλών ταυτόχρονων εκδηλώσεων.. Ο πόνος στα πέλματά μου απ' τους πετρώδεις, ανηφορικο-κατηφορικούς δρόμους είχε αρχίσει να με κουράζει αφόρητα.. Σαν ένα χέρι στην πλάτη που δε σταματάει να σε χτυπάει ενοχλητικά με τον δείκτη και να σου υπενθυμίζει πως, φίλε, πρέπει να βάλεις κώλο κάτω επειγόντως.. Λίγο πιο πίσω ακολουθούσε και η γιαγιά μου μαζί μ' ένα ζευγάρι ηλικιωμένων αγνώστων, σ' ένα ιδιαίτερα εύθυμο κλίμα, παρατηρώντας τα πάντα γύρω τους, σχολιάζοντας και γελώντας.. Ήταν πραγματικά ένα πολύ όμορφο μέρος, με το πράσινο να ξεφυτρώνει από κάθε γωνιά και τον ήλιο να ξετρυπώνει άτακτα μέσα απ' τα στενά, ξεχασμένα θαρρείς, σοκάκια..
    Λίγο μετά φτάσαμε επιτέλους στην κεντρική (μάλλον) πλατεία της πόλης, έξω από ένα περίεργο μαγαζί, το οποίο στο εσωτερικό του έμοιαζε με ένα περιποιημένο, πολυτελές εστιατόριο, ενώ απ' έξω με μια μικρή, κλασσική καφετέρια της γειτονιάς.. Πλησίασα περίεργος προς τα σκαλοπάτια της εσόδου για να μπω μέσα.. Η πόρτα άνοιξε απότομα και αμέσως πετάχτηκε έξω μια καλοντυμένη γυναίκα, από πάνω ως κάτω στα μπλε, μεγάλης ηλικίας και μάλλον ξένης εθνικότητας, την οποία και βοήθησα να κατέβει πριν ακούσω τη φωνή της γιαγιάς μου, η οποία μου φώναζε να επιστρέψω, διότι τελικά αποφάσισαν πως θα καθόμασταν έξω.. Δυστυχώς, η περιέργειά μου έμεινε ανικανοποίητη, καθώς δεν είχα ποτέ την ευκαιρία ν' απολαύσω την πολυτέλεια του εσωτερικού χώρου αυτού του μαγαζιού. Γυρνώντας για να καθίσω στο τραπεζάκι μαζί με τους υπόλοιπους, αυτό που μου είχε κάνει εντύπωση ήταν πως οι παραγγελίες (που δεν έγιναν ποτέ) είχαν κιόλας φτάσει και όλοι μαζί έπιναν τον καφέ τους, συζητώντας για μένα.. Δεν είπα τίποτα, κάθισα. Και τότε ήταν που κατάλαβα πως το άγνωστο αυτό ζευγάρι είχε έρθει μόνο και μόνο για να με γνωρίσει.. Πρέπει να ήταν Άγγλοι ή Γερμανοί. Δεν έμαθα ποτέ, δεν έβγαλαν κουβέντα.. Μόνο άκουγαν, κοίταζαν και γελούσαν.. Πάντως σίγουρα είχαν ξένο αέρα.. "Πότε θα γυρίσεις πίσω?", με ρώτησε η γιαγιά μου, κοιτώντας με κατάματα, έχοντας μια ανεξήγητη αγωνία στο βλέμμα της.. Της εξήγησα πως μόλις είχα έρθει εκδρομή εκείνη τη μέρα (-Παρασκευή-) σ' αυτό το νησί μαζί με κάτι φίλους και πως τη Δευτέρα θα επιστρέφαμε.. Και καθώς της μιλούσα κατάλαβα... Σηκώθηκα απότομα, προσπαθώντας να δείχνω όσο πιο ήρεμος και μη απότομος γινόταν. Πήρα τον σάκο μου στα χέρια. Ετοιμάστηκα να φύγω, έσκυψα το κεφάλι και δεν το ξανά-σήκωσα.. Η γιαγιά μου δεν ήταν ποτέ εκεί.. Ούτε και οι ξένοι.. Ήταν απλώς η έγνοια της για το αν θα είμαι καλά και για το πότε επιτέλους θα γυρίσω πίσω στη Θεσσαλονίκη. Για ένα δευτερόλεπτο αγριεύτηκα, μ' ένιωσα ν' ανατριχιάζω. Κάτι δεν πήγαινε καλά.. "Πρέπει να φύγω. Πρέπει να πάω να πάρω μια φίλη απ' τα ΚΤΕΛ και έχω ήδη αργήσει", είπα συνεχίζοντας να κοιτάζω κάτω (τον σάκο που κουβαλούσα) και πριν προλάβουν να δώσουν την όποια απάντηση γύρισα την πλάτη μου και έφυγα βιαστικός για τον σταθμό των λεωφορείων..
    Την επόμενη στιγμή είχα κιόλας φτάσει. Ευτυχώς η Μάρω δεν είχε έρθει ακόμα, οπότε βρήκα ευκαιρία και τηλεφώνησα στα υπόλοιπα κορίτσια της παρέας, να δω που βρίσκονταν.. Αυτές ήταν ήδη στο νησί από ώρα και μας περίμεναν να πάμε για φαΐ.. Πριν προλάβω να κλείσω το τηλέφωνο την είδα να πλησιάζει από μακριά, χαμογελαστή και κατενθουσιασμένη. Αμέσως έσπευσα να την αγκαλιάσω με μια αίσθηση, λες και είχα να τη δω μήνες!.. Για καλή μας τύχη το αστικό έφτασε πάνω στην ώρα.. "Πάμε γρήγορα μην το χάσουμε, τα κορίτσια μας περιμένουν.. Θα χρειαστεί να πάρουμε και δεύτερο μάλλον μετά", της είπα και την άρπαξα απ' το χέρι τρέχοντας προς το βιαστικό αστικό που θα μας πήγαινε στην πόλη..
    Δεν είχε πολύ κόσμο, αλλά δεν είχε και λίγο.. Μπροστά, δίπλα στον οδηγό, στεκόταν κι ένα παιδάκι όρθιο -μάλλον ο γιος του- το οποίο έπαιζε με τα κουμπιά, ανοιγοκλείνοντας τις πόρτες του αστικού, χωρίς κανείς να του λέει τίποτα.. Λες και ήταν το πιο φυσιολογικό πράγμα στον κόσμο!.. Οι μόνες κουβέντες που άκουγες εκεί μέσα ήταν κάτι κοροϊδευτικά σχόλια από διάφορους επιβάτες για τους πεζούς του έξω κόσμου και έπειτα τα μαζικά γέλια των υπολοίπων, που έμοιαζαν να περιμένουν τα επόμενα σχόλια με τέτοια λαχτάρα, σαν ένα ιδιαίτερα ενθουσιασμένο κοινό σε θεατρική παράσταση -κωμικού πάντα χαρακτήρα-.. Και υπήρχε μια τέτοια οικειότητα μεταξύ τους, που θα ορκιζόταν κανείς πως ήταν όλοι γνωστοί· όλοι τους μια μεγάλη οικογένεια που πήγαιναν μια σύντομη "εκδρομή" με το ιδιωτικό αστικό της πόλης.. Τι περίεργος κόσμος, σκέφτηκα.. "Τι ωραία μέρα", είπα.. "Ναι..", απάντησε αδιάφορα και σε χαμηλό τόνο η Μάρω.. Ήμουν σίγουρος, κάτι την έτρωγε.. Έμοιαζε να είχε πια αλλάξει τελείως διαθέσεις.. Το πρόσωπό της είχε σοβαρέψει και παρόλο που κοίταζε παραξενεμένη όλο αυτό γύρω της, δεν αντιδρούσε καθόλου, δεν έβγαζε κουβέντα... Την επόμενη στιγμή, το λεωφορείο σταμάτησε απότομα.. Η πόρτα πίσω μας άνοιξε και ξεπρόβαλαν δύο αποκρουστικοί τύποι οι οποίοι περίμεναν (μάλλον για κάποιο άλλο αστικό) στη στάση.. Είχαν περίεργα, ασύμμετρα κουρέματα σε ύφος πανκ, φορούσαν κάτι βασανισμένα απ' τον χρόνο δερμάτινα γιλέκα και παντελόνια, και ήταν και οι δύο αηδιαστικά υπέρβαροι, με τεράστια μάτια ελαφρώς διογκωμένα προς τα έξω και μεγάλες, βρώμικες οδοντοστοιχίες με αρκετές ευδιάκριτες ελλείψεις.. Η όσφρησή μου για καλή μου τύχη δεν έδωσε καμία αναμενόμενη ένδειξη, αλλά ήμουν σίγουρος πως, αν τους πλησίαζες, οι μυρωδιές τους δε θα εξαιρούνταν του πακέτου.. Η πόρτα ξανά-έκλεισε χωρίς κανείς να κατέβει ή ν' ανέβει, αλλά τα σχόλια -προφανώς- δεν άργησαν να κάνουν την εμφάνισή τους... Είχε αρχίσει να γίνεται πολύ ενοχλητικό και άβολο αυτό το κλίμα πλέον.. Επιτέλους, μετά από λίγο φτάσαμε..
    Κατεβήκαμε απ' το τροχόσπιτο της παράνοιας, απελευθερώνοντας ένα έντονο ξεφύσημα ανακούφισης.. "Βασικά, δε χρειάζεται να περιμένουμε και το δεύτερο αστικό τώρα, αν θες. Το μέρος που θα συναντηθούμε με τα κορίτσια φαίνεται και με το μάτι από 'δω, δεν είναι και τόσο μακριά..", της είπα κοιτάζοντας και δείχνοντας προς τον ανηφορικό δρόμο μπροστά-δεξιά μας, που εξαφανιζόταν πίσω από μια μεγάλη εκκλησία, δίπλα στη στάση "ψαροκασέλα" στην οποία θα κατεβαίναμε.. "Ε πάμε και με τα πόδια τότε", είπε, καθώς δεν είχε παρά μια μικρή, σειρόμενη βαλίτσα και μια τσάντα στην πλάτη.. Όταν φτάσαμε τα κορίτσια, η Ιωάννα, η Νιόβη και η Λένα, ήταν ήδη εκεί και μας περίμεναν πώς και πώς.. Ήταν τόσο ωραία που επιτέλους θα καταφέρναμε να κάνουμε μια ομαδική εκδρομή έτσι (σχεδόν) όλοι μαζί.. Θα μας έμενε σίγουρα αξέχαστη.. Θα ήταν ένα τέλειο Σαββατοκύριακο!..
    Τελικά, αποφασίσαμε πριν κάνουμε το οτιδήποτε να πάμε να φάμε κάτι, γιατί ήμασταν όλοι αρκετά πεινασμένοι και ύστερα να πηγαίναμε για έναν σύντομο καφέ πριν επιστρέψουμε στο σπίτι/ξενοδοχείο -δε θυμάμαι- που θα διανυκτερεύαμε.. Ακολουθήσαμε τον δρόμο που οδηγούσε πίσω απ' την εκκλησία και βγήκαμε σε έναν μεγάλο κεντρικό με πολλές καφετέριες και μερικά φαγάδικα στη σειρά.. Κάποια απ' τις κοπέλες είχε μία γνωστή-φίλη που δούλευε σ' ένα απ' αυτά, έτσι λοιπόν πήγαμε να χαιρετήσουμε και ν' αφήσουμε προσορινά εκεί τα πράγματα, για να μην τα κουβαλάμε πέρα δώθε μέσ' στη ζέστη.. Όλα έγιναν πολύ γρήγορα, δεν είχαμε και αρκετό χρόνο για χάσιμο εξάλλου, θα μέναμε μόλις τρεις μέρες..
    "Πάμε να κάτσουμε σ' ένα απ' αυτά εδώ?", είπε η Νιόβη μόλις βγήκαμε απ' το μαγαζί της γνωστής τύπισσας.. "Όχι ρε, πάμε να ψάξουμε τίποτα πιο καλό.. Μέσ' στα στενά σίγουρα θα 'χει κάτι καλό που να μας αρέσει", της απάντησα ελαφρώς απότομα και συνέχισα λέγοντας "άντε πάμε!, να δούμε και λίγο το μέρος..". Δε δυσκολεύτηκα και ιδιαίτερα να τις πείσω.. Την επόμενη στιγμή είχαμε ήδη χωριστεί σε 2 ομάδες (για να κερδίσουμε χρόνο και καλά) -εγώ, η Ιωάννα και η Μάρω και οι άλλες δύο μαζί- και αφεθήκαμε στα σοκάκια του νησιού, ψάχνοντας για την ιδανική καφετέρια.. Το πρόβλημα της πείνας δε θυμάμαι να το λύσαμε ποτέ..
    Κάποια στιγμή τριγυρνώντας, βρεθήκαμε μπροστά από έναν μικρό, απόμερο λόφο γεμάτο από ψηλά δέντρα (μάλλον πεύκα). Έμοιαζε με ένα πολύ ιδιαίτερο, περιορισμένο δάσος, καθώς τα δέντρα ήταν τόσα πολλά, αλλά φυτρωμένα μόνο πάνω σ' αυτήν την πλαγιά. Σκανάροντας πρόχειρα τον χώρο με τα μάτια, σύντομα διαπιστώσαμε πως κάπου εκεί χωμένο ανάμεσα στους κορμούς, υπήρχε και ένα στενό πέτρινο μονοπάτι, το οποίο δε φαινόταν να έχει περπατηθεί και πολύ τελευταία. Πλησιάσαμε επιφυλακτικά, όντας περίεργοι. Τα κορίτσια ήταν μπροστά και εγώ ανηφόριζα τελευταίος. Οι πέτρες κατέληγαν σε μια ορθογώνια, ξύλινη καλύβα με τούβλινη σκεπή, η οποία ήταν αρκετά μεγάλη και όλως περιέργως χτισμένη ανάποδα. Η είσοδος δηλαδή, ήταν απ' την πίσω πλευρά όπως ακολουθούσες το μονοπάτι. Η Ιωάννα, ενθουσιασμένη απ' τον εντοπισμό της μυστήριας αυτής τοποθεσίας, αφέθηκε στον παρορμητισμό της και αμέσως έτρεξε προς τα εκεί. Στρίβοντας, κατευθυνόμενη προς την μπροστινή όψη του κτηρίου, την έχασα απ' το οπτικό μου πεδίο. Λίγο μετά τη μισανοιχτή, ξύλινη πόρτα διαπέρασε και η Μάρω, μπαίνοντας προσεκτικά και αθόρυβα μέσα στο κτίριο, ενώ εγώ στάθηκα για μια στιγμή ακίνητος και ελαφρώς τρομαγμένος, μερικά μέτρα έξω απ' την είσοδο, βλέποντας πως λίγο πάνω απ' το κατόφλι της πόρτας, ακριβώς εκεί όπου ξεκινούσε η σκεπή, υπήρχε ένας μεγάλος ανάποδος σταυρός. Μάλλον, ίσως έπρεπε ήδη να έχουμε φύγει από αυτό το μέρος, σκέφτηκα.. Αμέσως, ο νους μου πήγε στα κορίτσια που είχαν ήδη μπει μέσα και φοβήθηκα. Χωρίς δεύτερη σκέψη, έτρεξα να τις βρω με σκοπό να βγούμε έξω το συντομότερο..
    Μπαίνοντας μέσα η καλύβα έμοιαζε μεγαλύτερη. Τα πάντα ήταν αρκετά σκοτεινά και όλοι οι ορατοί διάδρομοι χάνονταν στο μαύρο.. Στ' αριστερά μου, υπήρχε στον τοίχο μια ξύλινη (μα σε καλή κατάσταση) σκάλα, η οποία δυστυχώς δε φαινόταν που κατέλειγε. Όλα ήταν βαμμένα μ' ένα πολύ σκούρο, καφέ χρώμα και θύμιζαν όλα εκείνα τα ωραία, αλλά και ανατριχιαστικά ταυτόχρονα αρχοντικά της εποχής των παππούδων μας. Παράλληλα με όλα αυτά, συνειδητοποίησα πως, για κάποιον άγνωστο λόγο, το οπτικό μου πεδίο είχε περιοριστεί αφύσικα. Λες και φορούσα κάποιου συγκεκριμένου είδους γυαλιά που περιόριζαν την περιφεριακή όραση, κόβοντας έτσι ό,τι μπορούσε να δει κανείς πάνω και κάτω. Ήταν σαν να ήμουν μια σκηνοθετική κάμερα σε ανάλογη ταινία τρόμου.
    Τα κορίτσια δεν τα έβλεπα πουθενά, ούτε άκουγα τίποτα. Τελικά αποφάσισα ν' ακολουθήσω τη σκάλα. Ανεβαίνοντας, πολύ σύντομα βρήκα τη Μάρω, η οποία έμοιαζε χαμένη και τρομαγμένη. Μάλλον κι αυτή περίμενε μια διαφορετική υποδοχή μπαίνοντας. "Πάμε να φύγουμε γρήγορα", της φώναξα πλησιάζοντάς την. Ανεβήκαμε μερικά σκαλοπάτια ακόμα κάνοντας μια τελευταία προσπάθεια να βρούμε την Ιωάννα. Μάταια, δεν ήταν πουθενά.. Εκείνη τη στιγμή ένας αδιευκρίνιστος, προειδοποιητικός θόρυβος ακούστηκε από την είσοδο, αφυπνίζοντας το καμπανάκι κινδύνου μέσα μου. Αμέσως, αρχίσαμε να κατεβαίνουμε τρέχοντας προς την έξοδο. Φτάνοντας στην πόρτα, είδα το σώμα ενός μαυροφορεμένου άντρα να εισβάλει στον χώρο απειλιτικά. Δεν πρόλαβα να δω το πρόσωπό του, όταν ξαφνικά, ένιωσα να με χτυπάει δυνατά με κάτι σαν ρόπαλο στο κεφάλι.. Ήταν πολύ περίεργο συναίσθημα, δεν ένιωσα πόνο, μόνο έσβησα πέφτοντας στο έδαφος.. Στιγμιαία, έχασα τις αισθήσεις μου. Όταν πια ξανάνοιξα τα μάτια, το μόνο που έβλεπα ήταν ένα ζευγάρι πόδια να με κουβαλάνε τραβώντας με απ' την μπλούζα (στον σβέρκο) προς τα πάνω, αναιβαίνοντας και πάλι τα σκαλιά. Ευτυχώς για μένα, η Μάρω ήταν αρκετά πιο πίσω-πάνω και έχοντας πάρει χαμπάρι τον επικίνδυνο τύπο, είχε κρυφτεί και περίμενε.. Λίγο μετά, ένιωσα το χέρι που με τραβολογούσε να μ' ελευθερώνει και είδα τον άντρα να σοριάζεται κάτω λιπόθυμος· μάλλον από ακαριαίο χτύπημά της. Χωρίς ν' αναταλλάξουμε άλλη κουβέντα και να χάσουμε άλλο χρόνο, κατεβήκαμε τρέχοντας, βγαίνοντας επιτέλους έξω απ' την καλύβα της παράνοιας.. Η Ιωάννα δε μάθαμε ποτέ τι απέγινε.



16/2/15