16 Ιουλίου 2014

Τίποτα Δεν Είναι.

Έτρεχα. Ήμουν μόνος -νόμιζα- σ' έναν μεγάλο "κλειστό" χώρο, ένα ατελείωτο κτίριο γεμάτο ερείπια.. Γκρεμισμένοι τοίχοι και ταβάνια αριστερά και δεξιά παντού.. Ιδέες από ξύλινα έπιπλα και πόρτες, πνιγμένα στους σοβάδες, τα τσιμέντα και τους καπνούς της καταστροφής.. Όπου και να κοιτούσες, βασίλευε η οργή της φρίκης, η οργή των ανθρώπων.. Σίγουρα ανθρώπων. Και έξω, συμπλήρωνε το τοπίο ένα τρομακτικά ήσυχο, γκρι απόγευμα.. Ούτε φωνές, ούτε αυτοκίνητα, λες και είχε παγώσει ο χρόνος.. Και εγώ εκεί, ακόμη έτρεχα. Έτρεχα να βρω διέξοδο, να βρω νόημα, σ' όλο αυτό το, κάποτε κάτι..
Κάποια στιγμή, ένας τοίχος στ' αριστερά μου έσκασε.. Τσιμεντόλιθοι πετάχτηκαν παντού.. Αμέσως φωνές, βήματα από αρβύλες και πυροβολισμοί δημιούργησαν ένα καινούριο ηχοτοπίο, το οποίο δεν άργησε να συμπληρώσει και η εικόνα.. Πρέπει να ήταν πάνω από είκοσι.. Ήταν στρατιώτες. Στρατιώτες σε περίοδο πολέμου.. Ξαφνιάστηκα. Τρομαγμένος έκανα μερικά βήματα πίσω.. Πέρασαν βιαστικοί από μπροστά μου κατευθυνόμενοι κάθετα,
(προς τα δεξιά μου) σε μια τρύπα που φαινόταν να οδηγεί στο πουθενά.. Ούτε που με κοίταξαν· λες και δεν υπήρχα, λες και αυτοί δεν ήταν όντως εκεί...
Ένιωθα πως δεν είχα χρόνο για χάσιμο. Συνέχισα και εγώ το δρόμο μου σαν να μην τους είδα ποτέ.. Λίγο παρακάτω μια δεύτερη ομάδα στρατιωτών εμφανίστηκε με τον ίδιο αιφνιδιαστικό τρόπο, πάλι απ' τ' αριστερά μου, μα τώρα ήταν πίσω μου.. Από πού έρχονται και πού πάνε όλοι, σκέφτηκα.. Οι πυροβολισμοί σταμάτησαν τη σκέψη μου στη μέση πριν προλάβω να μου δώσω απάντηση.. Αυτοί μπορεί να μην υπήρχαν, όμως οι σφαίρες τους έμοιαζαν αρκετά αληθινές για οποιοδήποτε ρίσκο.. Έτρεξα όσο πιο γρήγορα μπορούσα, προσπαθώντας να κρυφτώ μέσα σ' εκείνον τον σκοτεινό διάδρομο στον οποίο βρισκόμουν και με την πρώτη καλή ευκαιρία έστριψα αριστερά για να χαθώ απ' το οπτικό τους πεδίο.. Τα κατάφερα. Όμως η τύχη μου δεν κράτησε για πολύ.. Έκατσα κάτω με την πλάτη στον τοίχο και το κεφάλι ψηλά για να πάρω μερικές κλεφτές, λαχανιασμένες ανάσες, όταν ξαφνικά ένα εκτυφλωτικό φως
-μάλλον από φακό- έλαμψε τόσο δυνατά, φωτίζοντας τα πάντα γύρω μου και αναγκάζοντάς με να κλείσω τα μάτια μου με τα δυο μου χέρια.. Το τρίτο κύμα στρατιωτών δεν άργησε να κάνει την εμφάνισή του.. Αυτήν τη φορά από μπροστά μου.. Δεν πρόλαβα ν' αντιδράσω. Οι σφαίρες τρύπησαν το σώμα μου χωρίς προειδοποίηση, μα και ταυτόχρονα τόσο προσεκτικά.. Δεν ένιωσα τίποτα. Απλώς έσβησα.. Το φως χάθηκε και τα πάντα μαύρισαν στιγμιαία... Το επόμενο δευτερόλεπτο βρισκόμουν πάλι πίσω στην αρχή.. Κοίταξα παραξενεμένος γύρω μου, συνειδητοποιώντας πως τα πάντα ήταν ξανά στη θέση τους.. Λες και δεν είχε συμβεί τίποτα.. Και τα θυμόμουν όλα. Όμως πλέον οι ρόλοι είχαν αλλάξει.. Είχα χάσει την ευκαιρία μου.. Τώρα ήταν άλλος στη θέση μου. Και εγώ δίπλα, να παρακολουθώ. Το ίδιο σενάριο, την ίδια ταινία.. Το ίδιο τέλος(?)...
Ήταν ένας φίλος. Μόλις είχε έρθει -από 'κεί που ήρθα και εγώ- μαζί με κάτι άλλους άγνωστους που στέκονταν λίγο πιο πίσω.. Δε θυμάμαι ποιος ήταν, αλλά ήταν φίλος -ένιωθα-.. Τον χαιρέτησα και ανταλλάξαμε μερικές τυπικές κουβέντες λες και τα πάντα γύρω μας ήταν τόσο φυσιολογικά.. Έπειτα ξεκίνησε. Τον ακολούθησα. Έμενα σιωπηλός και περίεργος.. Ώσπου τελικά η περιέργειά μου λύθηκε πολύ σύντομα.. Τα πράγματα έγιναν όπως τα περίμενα.. Οι στρατιώτες εμφανίστηκαν ξανά με τον ίδιο ακριβώς τρόπο στα ακριβώς ίδια σημεία.. Οι αντιδράσεις του ήταν οι ίδιες με τις δικές μου.. Μετά το πρώτο κύμα -καθώς πλησιάζαμε προς το δεύτερο- δεν κρατήθηκα, έτρεξα κοντά του προσπαθώντας κάπως να τον προειδοποιήσω, χωρίς όμως να θέλω να του πω τι ακριβώς θα γίνει..
"Πρόσεξε! Δεν μπορώ να σου πω πολλά, αλλά θα 'ρθούνε κι άλλοι τέτοιοι στρατιώτες σε λίγο μάλλον.. Είχα περάσει κι εγώ από 'δω, αλλά δεν τα κατάφερα, δεν ήξερα..", του είπα και έκανα πάλι πίσω μερικά βήματα.. Και τότε τον είδα να κατευθύνεται αμέσως προς τα δεξιά, σ' εκείνη την πόρτα στην οποία επρόκειτο να εισβάλουν οι στρατιώτες της δεύτερης ομάδας.. Έμεινα ακίνητος. Όλως περιέργως, δεν ανησύχησα ούτε στιγμή.. Περίμενα υπομονετικά να δω τι θα συμβεί.. Έσκυψε και γονάτισε μπροστά απ' την πόρτα και έβαλε τα χέρια του μπροστά απ' την κλειδαρότρυπα.. Δεν μπορούσα να δω καλά τι ακριβώς γινόταν απ' το οπτικό μου πεδίο, μα φαινόταν σαν να ήξερε τι έκανε.. Σε λίγο σηκώθηκε και επέστρεψε σ' εκείνον τον σκοτεινό διάδρομο, συνεχίζοντας κανονικά την πορεία του.. Και εγώ τον ακολουθούσα πιστά, περιμένοντας παραξενεμένος να δω την εξέλιξη των πραγμάτων.. Το δεύτερο κύμα στρατιωτών δεν εμφανίστηκε ποτέ.. Ούτε και το τρίτο.. Ξαφνιάστηκα, όμως δεν είπα τίποτα.. Αυτός μάλιστα σε αντίθεση μ' εμένα έστριψε στ' αριστερά του, πολύ νωρίτερα απ' ό,τι είχα στρίψει εγώ και μπήκε σ' ένα τεράστιο δωμάτιο απ' το οποίο φαινόταν ξεκάθαρα έξω όλη η πόλη.. Και πρέπει να ήμασταν αρκετά ψηλά... Μπορούσες να δεις χιλιάδες μικρά φωτάκια από 'κει πάνω.. Στους δρόμους, στις πολυκατοικίες.. Ήταν μια πανέμορφη εικόνα, καμία εντύπωση πολέμου ή κάτι παρόμοιο..
Οι άγνωστοι για μένα φίλοι του ήταν εκεί, τον περίμεναν.. Όμως, δεν ήταν μόνοι.. Λίγο πιο πέρα, -στα δεξιά μας μπαίνοντας- στεκόντουσαν μερικοί τύποι ακόμα.. Δεν μπορούσα να διακρίνω πρόσωπα, μα ήταν όλοι τους πολύ ψηλοί και απ' όσα μπορούσα ν' ακούσω μιλούσαν Γαλλικά μεταξύ τους.. Δε μας έδωσαν σημασία, μόνο περίμεναν ακίνητοι, λες και ήξεραν... Κοντά τους, -μπροστά δεξιά απ' τη δική μας οπτική γωνία- στεκόταν και μία γιαγιούλα, μάλλον Γαλλίδα και αυτή.. Ήταν πολύ κοντή, καλοντυμένη, φορώντας και ένα πλεκτό πόντσο από πάνω, με περιποιημένα, για την ηλικία της, μαλλιά και περιφερόταν εκεί γύρω μόνη της, έχοντας ένα νεαρό, λευκό κανίς να την ακολουθεί από πίσω και πού και πού να χοροπηδάει γαβγίζοντας χαρούμενα.. Παρόλο που όλα έμοιαζαν τόσο φυσιολογικά πάνω της, εγώ ένιωθα ένα ανεξήγητο συναίσθημα, το οποίο ήμουν πεπεισμένος πως πήγαζε από την παρουσία της εκείνη τη στιγμή στον χώρο.. Το βλέμμα μου είχε καρφωθεί πάνω της για τα επόμενα δευτερόλεπτα, όταν ξαφνικά, ένας απρόσμενος ήχος άρχισε να πλησιάζει απότομα και απειλητικά προς το μέρος μας από το πουθενά..

Έτρεχαν.. Έμοιαζαν οργισμένοι.. Πρέπει να ήταν καμιά δεκαριά, ντυμένοι με φαρδιά, πολύχρωμα ρούχα και ινδικά τουρμπάνια στα κεφάλια τους.. Οι περισσότεροι, στο ένα τους χέρι κρατούσαν καραμπίνες, ενώ άλλοι γυαλιστερά, καλοσχεδιασμένα σπαθιά και στο άλλο τους χέρι φυσικά, είχαν τα χαλινάρια... Δεν προλάβαμε να κάνουμε και πολλά, όταν σύντομα τα χλιμιντρίσματα και οι καλπασμοί σταμάτησαν και όλοι ένας-ένας κατέβηκαν απ' τ' άλογά τους και στήθηκαν προσοχή μπροστά αριστερά μας.. Μα τι έκαναν τόσα άλογα μέσα σ' ένα τέτοιο κτήριο, σκέφτηκα.. Ένας απ' αυτούς -πιθανότατα ο αρχηγός τους- μας πλησίασε με αργά και σταθερά βήματα, χαϊδεύοντας το τεράστιο μουστάκι του και προστάζοντάς μας όλους να μαζευτούμε σ' ένα σημείο.. Σταμάτησε μπροστά μου. "Είμαστε Τούρκοι", φώναξε στα ελληνικά.. "Ελάτε γρήγορα τώρα, θα σας πάμε κάπου όπου θα πρέπει να μείνετε εκεί", συνέχισε.. "Θα μας σκοτώσετε", μου ξέφυγε εμένα σιγανά από φόβο.. Γύρισε και με κοίταξε κατάματα σιωπηλός για ένα δευτερόλεπτο. Σήκωσε την καραμπίνα του και τη στήριξε στο στήθος μου, ακριβώς κάτω απ' το λαιμό.. "Αν ήθελα να σας σκοτώσω θα μπορούσα να το κάνω εδώ και τώρα", είπε.. "Θα πρέπει απλώς να μείνετε για λίγο εκεί που θα σας πάμε για να μη δημιουργήσετε κανένα πρόβλημα", συμπλήρωσε και έπειτα επέστρεψε στο άλογό του για να μας οδηγήσει..
Η διαδρομή κράτησε όσο ένα κουρασμένο βλεφάρισμα.. Την επόμενη στιγμή βρισκόμασταν σ' ένα σπίτι.. Έμοιαζε με το σπίτι μας στη Θεσσαλονίκη, όμως αυτήν τη φορά σίγουρα δεν ήταν σπίτι μας.. Ήταν η καινούρια μας πολυτελέστατη φυλακή. Με όλα της τα έπιπλα και τις ανέσεις, όπως σ' ένα κανονικό σπίτι.. Μας κλείδωσαν εκεί και έφυγαν, δίχως να πουν τίποτα.. Έριξα μια βιαστική ματιά στους ανθρώπους γύρω μου.. Ήταν όλοι παρόντες..  Ο φίλος μου, η παρέα του, οι Γάλλοι, η γιαγιά και μερικοί ακόμα άγνωστοι, αιχμάλωτοι και αυτοί, προφανώς.. Καθόντουσαν όλοι στη σαλοκουζίνα και οι περισσότεροι μιλούσαν μεταξύ τους, χωρίς κανείς τους να έχει πραγματικά όρεξη για κουβέντα.. Δεν είχα καμία δουλειά σ' αυτό το μέρος, έπρεπε να βρω τρόπο να φύγω το συντομότερο από 'κεί, ένιωθα..

Τα επόμενα δευτερόλεπτα κατευθύνθηκα προς την -ας πούμε- κρεβατοκάμαρα του πατέρα μου η οποία έμοιαζε πιο ήσυχη.. Τότε είδα κάτι που με ξάφνιασε.. Ήταν ο αδερφός μου, ο οποίος κοιμόταν στο κρεβάτι αραχτός και απαθέστατος, έχοντας στα πόδια του το μικρό κανίς που είχα δει νωρίτερα.. Μα καλά, τι κάνει εδώ και πώς μπορεί να κοιμάται μια τέτοια ώρα, σκέφτηκα.. Τους πλησίασα προσεκτικά, μα το σκυλάκι, πριν καλά καλά προλάβω να κάνω βήμα, ξύπνησε.. Άνοιξε τα μάτια του και με κοίταξε με μια δόση απορίας, σηκώνοντας απότομα το κεφάλι του.. Περίμενε εκεί. Κόντεψα κι άλλο και δίχως να το σκεφτώ, άπλωσα το χέρι μου με μια περίεργη διάθεση να το χαϊδέψω.. Λες και δεν ήμουν εγώ, λες και το χέρι μου πήγαινε από μόνο του.. Δεν κουνήθηκε καθόλου. Μόλις το ακούμπησα άρχισε σταδιακά να συρρικνώνεται, ώσπου τελικά έγινε τόσο δα, όσο ένα σοκολατάκι ferrero rocher -ίσως και λίγο μικρότερο- και το πήρα στο χέρι μου, κρατώντας το σαν μπιμπελό, ανάμεσα στον δείκτη και τον αντίχειρα.. Το σήκωσα ψηλά, στο ύψος του κεφαλιού μου, και έμεινα εκεί για λίγο, κοιτώντας το τόσο παραξενεμένος -και ελαφρώς τρομαγμένος θα έλεγες- να κουνάει τα ποδαράκια του και το κεφάλι του πάνω κάτω σε slow motion, σαν να ήθελε να ξεφύγει και ν' αρχίσει να τρέχει.. Το κοίταζα τόσο απορημένος· δεν μπορούσα να καταλάβω, τίποτα δεν έβγαζε νόημα.. Το περίεργο αυτό γεγονός ήρθε να διακόψει εκείνη τη στιγμή η γνωστή γιαγιάκα, η οποία είχε αρχίσει να μου φαίνεται πολύ ύποπτη... "Όλα εντάξει?", ρώτησε -στα ελληνικά πάντα- μ' ένα ήρεμο και γλυκό τόνο στη φωνή της μπαίνοντας.. Απορροφημένος απ' το μυστηριώδες κανίς εγώ, της απάντησα αδιάφορα "όλα μια χαρά, ναι", χωρίς καν να πάρω το βλέμμα μου από πάνω του.. Δε θυμάμαι να ξανά-μίλησε.. Αμέσως μετά άκουσα τα αργά και βαριά της βήματα που μαρτυρούσαν την έξοδο της απ' το δωμάτιο.. Κάτι πολύ περίεργο συμβαίνει εδώ πέρα, σκέφτηκα, συνεχίζοντας να περιεργάζομαι το κανίς.. Ήμουν πια σίγουρος πως έπρεπε να ξεφύγω απ' όλο αυτό άμεσα.. Άφησα το -ας πούμε- σκυλάκι στο κρεβάτι και έκανα μερικά αγχωμένα βήματα προς τα πίσω, ακουμπώντας με την πλάτη και τα χέρια στον τοίχο.. Και τότε, κάτι απρόσμενο συνέβη και πάλι..
Ένιωσα ένα κομμάτι του τοίχου -σε σχήμα μικρής πόρτας- ακριβώς πίσω μου, να υποχωρεί και σιγά σιγά να βυθίζεται σιωπηλά στο ξύλινο πάτωμα.. Ούτε δονήσεις, ούτε θόρυβος.. Τινάχτηκα απ' την τρομάρα μου και γύρισα κοιτάζοντας πίσω μου.. Το κομμάτι το οποίο βυθιζόταν και τα πλαίσια γύρω απ' αυτό είχαν αλλάξει πλέον υφή, παίρνοντας τη μορφή κορμού δέντρου και χρώματος καφέ.. Σύντομα, είχε ανοίξει μια στενή, μαύρη τρύπα, κάτι σαν μυστική είσοδος, η οποία έμοιαζε να οδηγεί στο κενό, καθώς δεν μπορούσες να διακρίνεις τίποτα στο βάθος.. Δεν έχασα άλλο χρόνο.. Χωρίς δεύτερη σκέψη μπήκα στο
"δέντρο", θεωρώντας το ως μοναδική διέξοδο της μυστήριας αυτής φυλακής.. Αμέσως η είσοδος έκλεισε πίσω μου και μ' έπνιξε το απόλυτο σκοτάδι.. Έμεινα μερικά δευτερόλεπτα ακίνητος, όταν ξαφνικά ένα φαναράκι άναψε στα δυο μέτρα μπροστά αριστερά μου και έδωσε μορφή στον χώρο...
Ήταν στη γωνία, καθισμένος κάτω, με τα χέρια του πιασμένα γύρω απ' τα γόνατά του και το κεφάλι του σκυμμένο να κοιτάζει το έδαφος.. Φορούσε κι ένα μακρύ, κόκκινο σκουφί, το οποίο θύμιζε τους κλασσικούς νάνους των παραμυθιών, μόνο που αυτός έμοιαζε πιο πολύ με καλικάντζαρο, θα έλεγες.. Ήταν μικροκαμωμένος, κοκαλιάρης και το μόνο που μπορούσα να διακρίνω απ' το πρόσωπό του ήταν πως είχε μεγάλη, λεπτή και κυρτή μύτη.. Και το φαναράκι ήταν εκεί, ανάμεσα στα πόδια του, με τη φλόγα να τρεμοπαίζει ανά στιγμές, πιθανότατα απ' την ανάσα του.. Δεν είπε κουβέντα, ούτε που γύρισε να με κοιτάξει.. Έμοιαζε σκεπτικός, παγωμένος· σχεδόν ψεύτικος.. Δεν έδωσα περαιτέρω σημασία.. Έριξα μια ανιχνευτική ματιά γύρω μου, εξετάζοντας προσεκτικά το μέρος με το λιγοστό φως που υπήρχε..
Ήταν ένας μικρός, χαμηλοτάβανος χώρος, περίπου όσο μια φυσιολογική τουαλέτα γκαρσονιέρας.. Και η μόνη έξοδος από 'κεί ήταν ένα στενό μονοπάτι ευθεία μπροστά
(όπως κοιτάς μπαίνοντας).. Μα το πιο περίεργο απ' όλα, δεν μπορούσες να διακρίνεις από τι ήταν φτιαγμένο όλο αυτό.. Τα πάντα ήταν καλυμμένα από πυκνό κισσό, μέχρι και το ταβάνι!.. Τα πάντα εκτός από το χωμάτινο έδαφος.. Πλέον είχα την αίσθηση πως όντως βρισκόμουν μέσα σε δέντρο..
Και τότε ξαφνικά, μια αιωρούμενη, λευκή μπάλα φωτός με μικρά, διάφανα φτερά εμφανίστηκε απ' το βάθος του μονοπατιού και σταμάτησε ακριβώς κάτω απ' το κατώφλι του, ανακατεύοντας άτακτα τον αέρα επί τόπου, σαν να ήθελε κάτι να πει.. Ήταν μικρή, όσο ένα μήλο, και έμοιαζε με κάποιο σπάνιο -αν όχι ανύπαρκτο- είδος πεταλούδας.. Ένιωσα την ανάγκη να την πλησιάσω, να την ακολουθήσω.. Εκείνη τη στιγμή θυμήθηκα ένα πολυαγαπημένο μου βιντεοπαιχνίδι που έπαιζα όταν ήμουν μικρός για χρόνια και πολύ σύντομα συνειδητοποίησα πως, αυτή η φωτεινή πεταλούδα ήταν ίδια η νεράιδα-πλοηγός του βασικού ήρωα... Αμέσως μετά κοίταξα τον εαυτό μου.. Αυτό ήταν. Όπως το περίμενα.. Τα ρούχα μου είχαν αλλάξει και πλέον φορούσα τη χαρακτηριστική πράσινη ενδυμασία του πρωταγωνιστή, μετατρέποντας το παιχνίδι σε πραγματικότητα.. Μια αυθεντική προσομοίωση
! Οι επόμενες κινήσεις ήταν πια αναμενόμενες.. Η αφύσικη μπάλα φωτός πέταξε βιαστικά πίσω στο μονοπάτι απ' το οποίο είχε εμφανιστεί και εγώ την ακολούθησα, δίχως άλλη επιλογή..
Ήταν τόσο σκοτεινά και στενά εκεί μέσα, ίσα που χωρούσε ένας άνθρωπος. Και όσο πιο βαθιά μπαίναμε, τόσο πιο πολύ συμβιβαζόμουν με την ιδέα πως δε θα υπήρχε ο δρόμος της επιστροφής.. Ό,τι προσπερνούσαμε χανόταν πίσω μου στο απόλυτο σκοτάδι.. Παγιδευμένος πια στο ψυχρό και αποπνικτικό αυτό λαβύρινθο, η μόνη μου ελπίδα ήταν αυτή η
"πεταλούδα", η οποία -ευτυχώς για μένα- φαινόταν να ξέρει καλά πού πηγαίνει.. Όμως δεν έδειχνε να έχει χρόνο για χάσιμο.. Προσπαθούσα να την προλάβω, αλλά μάταια.. Πετούσε γρήγορα και ασταμάτητα.. Μόνο σε κάθε διακλάδωση, σταματούσε στιγμιαία -έμοιαζε να θέλει να επιβεβαιώσει πως δεν την έχω χάσει- και έπειτα συνέχιζε και πάλι φουριόζα τη διαδρομή της..
Δεν πέρασε πολύ ώρα όταν ξαφνικά βρεθήκαμε σ' ένα περίεργο δωμάτιο.. Ήταν ένας ψηλοτάβανος χώρος -για την ακρίβεια ήταν τόσο ψηλό το ταβάνι που δεν φαινόταν καν- και ενδιάμεσα, στο κέντρο του δωματίου, είχε κάτι σαν βιβλιοθήκες, με βιβλία πνιγμένα στον κισσό, οι οποίες χώριζαν το δωμάτιο σε διαδρόμους, όπως στα σούπερ μάρκετ ένα πράγμα.. Και κάπου στο ενδιάμεσο του κάθε διαχωριστικού, ξεπρόβαλαν μικρά φωτάκια μέσα απ' το πράσινο, όχι πολύ δυνατά, ίσα ίσα να επιδεικνύουν την παρουσία τους και να δίνουν μια περίεργη ατμόσφαιρα στον χώρο..
Την είδα να στρίβει βιαστικά σε μια στενή διέξοδο στ' αριστερά μου,
(χωρίς αυτήν τη φορά να σταματήσει καθόλου) μέχρι που τελικά την έχασα απ' το οπτικό μου πεδίο.. Εγώ είχα μείνει εκεί, μαγεμένος και γεμάτος απορία για την ύπαρξη του μυστήριου αυτού μέρους.. Ποιος θα έχτιζε κάτι τέτοιο μέσα σ' ένα δέντρο!?.. Έκανα μερικά αργά βήματα προς τα μπρος κοιτώντας αναλυτικά τον χώρο, με το κεφάλι ψηλά και το στόμα μισάνοιχτο, όπως ο τουρίστας περιεργάζεται με τα μάτια του τα άψυχα πετρώματα, πριν αρχίσει να πυροβολεί τα πάντα γύρω του με τη φωτογραφική του μηχανή.. Και τότε ξαφνικά, ένας απόκοσμος ήχος αφύπνισε τη μέχρι τότε απόλυτη σιωπή..
Ήταν κάτι σαν μια βεβιασμένη προσπάθεια για εισπνοή, κάποιου που μόλις είχε επιστρέψει στη ζωή.. Τρόμαξα. Τα πόδια μου ακινητοποιήθηκαν αυτόματα και τ' αυτιά μου τεντώθηκαν σαν κεραίες.. Ύστερα από λίγο ξανά-ακούστηκε.. Δεν ήταν ιδέα μου.. Έμοιαζε να βγαίνει απ' τα βάθη μιας σπηλιάς.. Και όμως, ήμουν σίγουρος πως ήταν κάπου πολύ κοντά μου.. Φοβόμουν να κουνηθώ.. Περίμενα υπομονετικά.. Αμέσως μετά, βήματα από κάποιον/κάτι που έσερνε τα πόδια του σε ρυθμούς χελώνας, άρχισαν να πλησιάζουν απειλητικά μαζί με τον περίεργο αυτό ήχο.. Το αφύσικο πλάσμα δεν άργησε να κάνει την εμφάνισή του.. Σε λίγα δευτερόλεπτα, ένα γιγάντιο δύσμορφο τέρας ξεπρόβαλε απ' το τέλος του διαδρόμου στον οποίο βρισκόμουν..
Το πρόσωπό του ήταν ανύπαρκτο.. Δε θυμάμαι να είχε μύτη, ούτε πολλά μαλλιά και οι κόγχες των ματιών του έμοιαζαν σαν δυο μεγάλες, μαύρες τρύπες, λες και δεν υπήρχαν μάτια
!.. Το στόμα του ήταν μεγάλο και τραβηγμένο προς τα κάτω στις πλευρές, ξεχειλωμένο θα έλεγε κανείς μονολεκτικά.. Δόντια και γλώσσα δε φαινόταν να έχει.. Ένα μαύρο κενό και εκεί.. Με ύψος πάνω από δυο μέτρα, ντυμένο με κάτι ξεσκισμένα κουρέλια και σκυμμένο μπροστά λόγω καμπούρας, το ανθρωπόμορφο θηρίο, κυριολεκτικά, σερνόταν προς το μέρος μου, σε μια απελπιστική προσπάθεια να με φτάσει, κουνώντας ταυτόχρονα σπασμωδικά το κεφάλι του ανά διαστήματα -όπως το καταδικασμένο ψάρι που μόλις έχει μπει στον κουβά τού τυχερού ψαρά-..
Έκανα δυο βήματα προς τα πίσω χωρίς να πάρω τα μάτια μου από πάνω του και τότε ξαφνικά, εκείνη πετάχτηκε μπροστά μου
!... Ήταν η ίδια γιαγιά που είχα συναντήσει και νωρίτερα, κατά τη διάρκεια της τούρκικης αιχμαλωσίας μας.. Μόνο που αυτήν τη φορά είχε πολύ πιο σοβαρό και αποφασιστικό βλέμμα στα μάτια της.. Φύγε τώρα, έμοιαζε να θέλει να μου πει, όταν την επόμενη στιγμή μου γύρισε την πλάτη και άρχισε να κουνάει προκλητικά ένα φαναράκι στα χέρια της, σαν να ήθελε να του αποσπάσει την προσοχή και να τον καθυστερήσει.. Παρ' όλη την αρνητική προδιάθεση που είχα γι' αυτήν, δεν έβλεπα άλλη επιλογή απ' το να συνεργαστώ.. Αμέσως, άρχισα να τρέχω προς το σκοτεινό μονοπάτι που είχε πετάξει και η νεραιδο-πεταλούδα, δίχως να κοιτάξω ξανά πίσω μου.. Αυτό ήταν. Σε λίγο έφτασα κιόλας σ' ένα νέο δωμάτιο, που έμοιαζε πολύ πιο ειρηνικό.. Ο ήχος του θηρίου και το ηχοτοπίο της μάχης είχαν πλέον εξαφανιστεί για τα καλά..
Αυτό το μέρος, για κάποιο ανεξήγητο λόγο, μου προκαλούσε ασφάλεια.. Ήταν σε σχήμα
"Τ" και θύμιζε τυπική σαλοκουζίνα -σαλόνι στον κάθετο άξονα, κουζίνα στον οριζόντιο- μιας μεγάλης νανο-οικογένειας.. Τα πάντα ήταν ξύλινα και παντού τριγύρω υπήρχαν μικρά φαναράκια, καθώς και κάτι πετούμενα έντομα, κάτι σαν, "φωτολαμπίδες", όπως τις λέει και μια φίλη, όπου όλα μαζί προσέδιδαν μια μαγευτική ατμόσφαιρα στον χώρο.. Εδώ το ταβάνι ήταν πολύ πιο χαμηλό -σχεδόν κανονικού σπιτιού- και με εξαίρεση το μεγάλο, μακρόστενο τραπέζι στο σαλόνι και τις κάμποσες καρέκλες, τα πάντα ήταν σε αρκετά μικρότερο μέγεθος του φυσιολογικού.. Φυσιολογικά, και τι πάει να πει φυσιολογικά?...
Πλησίασα δειλά δειλά το τραπέζι, πάνω στο οποίο υπήρχαν δεκάδες λιχουδιές και πειρασμοί, έτοιμοι να με κερδίσουν.. Κάτι όμως μέσα μου, μου έλεγε πως δεν έπρεπε να φάω τίποτα από εκεί.. Κρατήθηκα. Την ίδια στιγμή άρχισε σταδιακά να συμπληρώνει την εικόνα και ο ήχος.. Ήταν ψίθυροι που έμοιαζαν να έρχονται από παντού.. Δεν μπορούσα να εστιάσω σε κάποια πηγή.. Ήταν κάτι σαν κουτσομπολιά και ακαταλαβίστικα σχόλια, πιθανότατα για την άφιξη του νεόφερτου... Κοίταξα ξανά γύρω μου, αυτήν τη φορά πιο προσεκτικά και τότε τους είδα.. Ήταν χωμένοι σε κάθε γωνιά του δωματίου, πολλές φορές και δυο-δυο. Δίπλα στα έπιπλα, πίσω από σακιά και από κούτσουρα, μπροστά απ' τα ντουλάπια της κουζίνας, παντού
!.. Ήταν μικροκαμωμένοι, με τα κλασσικά, ριχτά σκουφάκια τους, ντυμένοι όλοι στα κόκκινα και στα πράσινα και κουλουριασμένοι σε εμβρυακή στάση, σαν να φοβόντουσαν από κάτι.. Ίσως από εμένα, ποτέ δεν έμαθα.. Τα πρόσωπά τους δεν τα έβλεπα. Είχαν όλοι γυρισμένη την πλάτη, με φορά προς τον τοίχο.. Κανείς τους δε γύρισε να με κοιτάξει, ούτε και εγώ τους κόντεψα.. Δεν είχα λόγο να τους τρομάξω περισσότερο..
Τότε ήρθε να διακόψει -επιτυχημένα και πάλι- την αμηχανία της στιγμής η Γαλλίδα γιαγιάκα.. Πάντα στην ώρα της... Ξαφνιάστηκα, δεν περίμενα να την ξαναδώ μετά τα τελευταία.. Αμέσως, με πλησίασε βιαστικά και πριν προλάβω να πω λέξη μ' έπιασε απ' το χέρι, προσπαθώντας να με καθησυχάσει και με παρότρυνε να καθίσουμε στο τραπέζι να μιλήσουμε.. Έτσι και έγινε.. Καθίσαμε σε δυο καρέκλες -που για βάση τους είχαν κορμό δέντρου
!- σε μια γωνία του τραπεζιού και αφού σιγουρεύτηκε πως δεν υπήρχε πια κίνδυνος τριγύρω, άρχισε να μου μιλάει με μια ήρεμη και γαλήνια φωνή, λέγοντάς μου πως ήταν κάτι πολύ σημαντικό που ήθελε να μου πει, κάτι που έπρεπε να μάθω.. Εγώ ακόμη προσπαθούσα να καταλάβω τι είχε συμβεί.. Τώρα πια ήταν χαμογελαστή και πολύ πιο χαλαρή, δεν ήταν σε καμία περίπτωση η γιαγιά που μέχρι τώρα είχα γνωρίσει.. Για κάποιον, όμως, ανεξήγητο λόγο, ο τρόπος της μου ενέπνεε εμπιστοσύνη τώρα πια.. Χαμήλωσε τον τόνο της και με κοίταξε κατάματα μ' ένα σχεδόν πονηρό βλέμμα.. "Τα πάντα γύρω σου είναι ψευδαισθήσεις, τίποτα δεν είναι αληθινό", μου είπε.. Μετά σιωπή. "Τίποτα δεν είναι πραγματικό, τα πάντα είναι ψευδαισθήσεις", επανέλαβε.. Ξανά σιωπή. Είχα μείνει άφωνος. Ήμουν τόσο προσηλωμένος στα λόγια της, λες και με είχες υπνωτίσει...
Δε θυμάμαι πόση ώρα είχε περάσει ακούγοντάς την να επαναλαμβάνει τις ίδιες αυτές λέξεις.. Ψευδαισθήσεις.. Τίποτα.. Δεν. Πραγματικότητα.. Και πάνω που είχα αρχίσει να την πιστεύω... Κρίμα που δεν τελειώσαμε ποτέ αυτήν την κουβέντα.. Το ρολόι χτύπησε, 09:05· έπρεπε να σηκωθώ... Έκλεισα το ξυπνητήρι και έπειτα τα μάτια μου και πάλι...



27/2/14